- ὀξυλάπαθον
- ὀξῠ-λάπᾰθον [pron. full] [λᾰ], τό,A curled dock, Rumex crispus, Dsc.2.114, Gal.6.635, al., Aret.CA2.2, etc.: also [suff] ὀξῠ-λάπαθος, ὁ, Gp.2.5.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυλάπαθον — ὀξυλάπαθον, τὸ (ΑΜ, Μ και ὀξυλάπαθος, ὁ) είδος τού λάπαθου, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες αγριολάπαθο και ξινίθρα … Dictionary of Greek
ὀξυλάπαθον — curled dock neut nom/voc/acc sg ὀξυλάπαθος curled dock masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυλαπάθου — ὀξυλάπαθον curled dock neut gen sg ὀξυλάπαθος curled dock masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυλαπάθῳ — ὀξυλάπαθον curled dock neut dat sg ὀξυλάπαθος curled dock masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυλάπαθα — ὀξυλάπαθον curled dock neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
σατύριο — το / σατύριον, ΝΑ [Σάτυρος] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη, με 120 περίπου είδη, τα οποία απαντούν κυρίως στην τροπική και στη νότια Αφρική αρχ. 1. είδος αφροδισιακού… … Dictionary of Greek
φλόμος — ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών τού γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο νεοελλ. 1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών τού γένους φλομίς και ιδίως τού είδους… … Dictionary of Greek